- ὑπερασπίστρια
- -ας ἡ N 1 0-0-0-0-1=1 4 Mc 15,29one who holds a shield, protector (a woman); neol.
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
ὑπερασπίστρια — one who holds a shield over fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερασπιστής — ο, θηλ. υπερασπίστρια / ὑπερασπιστής, θηλ. ὑπερασπίστρια, ΝΜΑ [ὑπερασπίζω] αυτός που υπερασπίζει, που προστατεύει, που υποστηρίζει κάποιον ή κάτι, προστάτης (α. «υπερασπιστής τής πατρίδας» β. «κύριος ὑπερασπιστής τῆς ζωῆς μου» ΠΔ.) αρχ. αυτός που … Dictionary of Greek
Λε Γκαλιέν, Εύα — (Eva Le Gallienne, Λονδίνο 1899 – 1991). Αμερικανίδα ηθοποιός και σκηνοθέτης του θεάτρου, αγγλικής καταγωγής. Σπούδασε στη Γαλλία και πρωτοεμφανίστηκε στη σκηνή στο Λονδίνο, σε ηλικία μόλις 15 ετών. Αμέσως μετά εγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ, όπου έγινε… … Dictionary of Greek